- εὐχαριστεῖται
- εὐχαριστέωbestow a favour onpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благохвалитисѧ — БЛАГОХВАЛ|ИТИСѦ (3*), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Прославляться, быть хвалимым, заслуживать похвалы: Да тѣми и таковыми. заступаеми възносимi. и бл҃гохвалѩщесѩ. достигнемъ въ прѩсло свершень˫а... в похвальное житье. (εὐκλεούμενοι) ФСт XIV, 151г; Тѣм же с… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευαρεστικός — εὐαρεστικός, ή, όν (ΑΜ) [ευάρεστος] μσν. ο ευάρεστος, ο ευχάριστος αρχ. αυτός που ευχαριστείται, που ευαρεστείται εύκολα … Dictionary of Greek
ευπετής — εὐπετής, ές (ΑΜ) 1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά 2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής 3. (για τον ρυθμό τού λόγου) εύστροφος, ευφραδής 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετές η ευστροφία τού λόγου 5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος,… … Dictionary of Greek
κλινοχαρής — κλινοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστείται με την κλίνη, με το να είναι συνεχώς ξαπλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, πολεμο χαρής] … Dictionary of Greek
μικρόχαρος — η, ο και μικροχαρής, ές (Α μικροχαρής, ές) 1. αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με μικροπράγματα 2. μικροπρεπής, κατώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + χαρος (<χαρά), πρβλ. μεγαλό χαρος … Dictionary of Greek
πειρασμός — Η επιθυμία να κάνει κάτι κάποιος το οποίο αποδοκιμάζει. Η έμφυτη ορμή προς κάτι κακό. Ο διάβολος, ο Σατανάς. Χαρακτηριστικό γυναίκας που προκαλεί ερωτική επιθυμία (μεταφορ.). Η χριστιανική θρησκεία θεωρεί τον π. απότοκο του προπατορικού… … Dictionary of Greek
πολυτερπής — ές, Α 1. ο εξαιρετικά τερπνός («πολυτερπνεῑς ὕμνοι», Ανθ. Παλ.) 2. αυτός που τέρπεται, ευχαριστείται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τερπής (< τέρπω)] … Dictionary of Greek
σαδιστής — ο, θηλ. σαδίστρια, Ν 1. αυτός που πάσχει από σαδισμό 2. αυτός που ευχαριστείται να βασανίζει άλλο άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sadiste < sad (βλ. σαδισμός) + iste (βλ. ιστής)] … Dictionary of Greek
σικχός — ο, ΜΑ (κατά τον Ησύχ. και τον Ευστ.) βδελυρός, σιχαμένος, αηδιαστικός αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ευχαριστείται με κάτι ή αυτός που εύκολα αηδιάζει με κάτι, ο σιχασιάρης 2. συνεκδ. δύσκολος, δύστροπος, ιδίως στην τροφή («οἱ δὲ σικχοὶ καὶ νοσώδεις… … Dictionary of Greek
φιλόβρομος — ον, Μ αυτός που ευχαριστείται με τους θορύβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βρόμος (III) «βοή, βροντή»] … Dictionary of Greek